- πεντοξ(ε)ίδιο
- τοχημ. οξ(ε)ίδιο το οποίο περιέχει πέντε άτομα οξυγόνου σε κάθε μόριό του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentoxide < πεντα- + οξ(ε)ίδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.